προεκκρίνω

προεκκρίνω
Α [ἐκκρίνω]
1. (αμφβλ. γρφ·) (σχετικά με νόσο) προλαβαίνω μια κρίση
2. παθ. προεκκρίνομαι
α) εκκρίνομαι προηγουμένως («προεκκριθέντων τῶν ὑγρῶν», Διοσκ.)
β) καθαρίζομαι εντελώς από κάτι αρχικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

  • προέκκρισις — ίσεως, ἡ, Α [προεκκρίνω] 1. προηγούμενη έκκριση («συνουσίαι... καὶ ἐκκρίσεις καὶ προεκκρίσεις», Αρτεμίδ. Δαλδ.) 2. εξαγωγή περιττωμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”